Κανόνας του χρυσού
25 Αυγούστου, 2011 1 σχόλιο
Με αφορμή την εκτίναξη στα ύψη της τιμής του χρυσού ( οι Αμερικανικές Τραπεζικές μεθοδεύσεις για περίπου 15 έτη να κρατήσουν την τιμή του χρυσού και του αργύρου σε σταθερά χαμηλές τιμές προς όφελος του δολαρίου και των κάθε λογής παραγώγων , κατέρρευσαν από την ίδια την παγκόσμια αγορά ) και επειδή σε λίγο αυτά τα χαρτονομίσματα που κουβαλάμε στις τσέπες μας θα τα χρησιμοποιούμε για άλλα πράγματα και όχι για συναλλαγές , θα κάνω μια αναφορά στον παλιό κανόνα του χρυσού που κατέστησε ανενεργό η σημερινή παγκόσμια οικονομία θεωρώντας τον απηρχαιωμένο και βάρβαρο για εμφανείς όπως θα καταλάβετε λόγους . ( Ο χρυσός δεν πλήττεται από τον πληθωρισμό . Με μια απλή πολιτική που αφορά στις ποσότητες εξόρυξής του , μπορεί να αποτελέσει το αιώνιο παγκόσμιο νόμισμα ) .
Οι Έλληνες εισήγαγαν τα αργυρά κέρματα γύρω στο 700 π.Χ. Η Αίγινα ( 595 π.Χ. ) και η Κόρινθος ( 570 π.Χ. ) , ήταν οι πρώτες πόλεις-κράτη που έκοψαν δικά τους κέρματα .
Η περιεκτικότητα σε άργυρο της αθηναϊκής δραχμής , η οποία φημίζεται για την απεικόνιση της μυθικής γλαύκας , παρέμεινε σταθερή για σχεδόν 400 χρόνια .
Η χρήση των ελληνικών νομισμάτων λοιπόν , ήταν ευρέως διαδεδομένη ( εξαπλώθηκε περαιτέρω από τον Μέγα Αλέξανδρο ) , ενώ η αρχαιολογική σκαπάνη τα έχει εντοπίσει σε μια γεωγραφική έκταση από την Ισπανία έως την σύγχρονη Ινδία .
Οι Ρωμαίοι , οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει δυσμετακίνητες ράβδους χαλκού ως χρήμα , υιοθέτησαν την ελληνική καινοτομία των επίσημων κερμάτων και ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν το διμεταλλισμό , κάνοντας παράλληλη χρήση του αργυρού δηναρίου και του χρυσού aureus .
Στα χρόνια της βασιλείας του Νέρωνα τον 1ο αιώνα μ.Χ. , η περιεκτικότητα των κερμάτων σε πολύτιμο μέταλλο άρχισε να μειώνεται , καθώς τα αυτοκρατορικά νομισματοκοπεία νόθευαν ολοένα και περισσότερο τον καθαρό χρυσό και άργυρο των νομισμάτων , προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το υπέρογκο έλλειμμα της αυτοκρατορίας . Η μείωση της εσωτερικής αξίας των νομισμάτων είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών . Ακολούθησε μια γενικευμένη άνοδος των τιμών , η οποία ενδέχεται να συνέβαλε στην κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας .
Ο σταθερότερος σόλιδος , τον οποίο εισήγαγε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος τον 4ο αιώνα μ.Χ. , διατήρησε το αρχικό του βάρος και την περιεκτικότητά του σε πολύτιμο μέταλλο έως τα μέσα του 11ου αιώνα , αποκτώντας κάτ’ αυτό τον τρόπο την φήμη που τον κατέστησε το σημαντικότερο νόμισμα του διεθνούς εμπορίου για περισσότερο από πέντε αιώνες .
Τα Βυζαντινά νομίσματα χρησιμοποιούνταν διεθνώς ως χρήμα και έχουν βρεθεί σε τόπους τόσο μακρινούς όσο το Αλτάι στην Μογγολία .
Στα μέσα του 11ου αιώνα , ωστόσο , η νομισματική οικονομία του Βυζαντίου κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε με ένα νέα σύστημα το οποίο διήρκεσε ολόκληρο τον 12ο αιώνα .
Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 μ.Χ. , τέθηκε τέρμα στην ιστορία της Ελληνικής νομισματοκοπίας .
Ο χρυσός και οι ανεκτίμητοι θησαυροί της Βασιλεύουσας που λεηλατήθηκαν από τους Ευρωπαίους Σταυροφόρους , αποτέλεσε και την βάση της δημιουργίας της εύρωστης και πολιτισμικά ανώτερης Ευρώπης ξεκινώντας από την Βενετία και του Εβραίους εμπόρους οι οποίοι συναλλάσσονταν πλέον με τον χρυσό και τα υπερπολύτιμα λάφυρα . Αυτή η άκρατη λαφυραγώγηση άλλαξε τον ρου της Ιστορίας κάνοντας τους δενδροβάτες άρχοντες και τους άρχοντες επαίτες .
Έτσι οι εμπορικές πλέον πόλεις-κράτη της Γένοβας και της Φλωρεντίας εισήγαγαν χρυσά νομίσματα το 1252 μ.Χ. ( το genoin και το fiorina αντίστοιχα ) .Τον 15ο αιώνα αντικαταστάθηκαν από το ducato ( δουκάτο ) .
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα , χρυσά και αργυρά νομίσματα τοπικής κοπής ( και κλοπής ) αποτελούσαν τα κυρίαρχα μέσα πληρωμών , αν και είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο χάλκινα νομίσματα . Το 793 μ.Χ. , ο Καρλομάγνος μεταρρύθμισε και τυποποίησε το φραγκικό νομισματικό σύστημα , εισάγοντας ένα νομισματικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο μία φραγκική λίβρα αργύρου ( 408 γρ. ) , ισοδυναμούσε με 20 σελίνια ή 240 πένες . Αυτός ο κανόνας παρέμεινε σε ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία έως το 1971 .
Οι Κινέζοι άρχισαν να χρησιμοποιούν χάρτινο νόμισμα γύρα στο 800 μ.Χ. , την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα Χιεν Τσουνγκ και εξακολούθησαν επί αρκετούς αιώνες .
Αυτό το χάρτινο νόμισμα δεν είχε καμία εμπορευματική αξία και λειτουργούσε ως χρήμα αποκλειστικά βάσει αυτοκρατορικού διατάγματος .Πρόκειται για το λεγόμενο υποχρεωτικό νόμισμα , δηλαδή χρήμα χωρίς εσωτερική αξία . Το χάρτινο νόμισμα ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Κίνα γύρω στο 1000 μ.Χ. , αλλά σταμάτησε να χρησιμοποιείται γύρα στο 1500 μ.Χ. όταν η κινεζική κοινωνία περιήλθε σε παρακμή μετά την κατάκτηση της Κίνας από τους Μογγόλους .
Ωστόσο , η αποθήκευση αξίας αποκλειστικά υπό μορφή αγαθών και κερμάτων δυσχέραινε την διεξαγωγή του εμπορίου σε μεγάλες αποστάσεις . Οι ιταλικές πόλεις-κράτη ήταν οι πρώτες που εισήγαγαν πιστοποιητικά οφειλής ( ομολογίες ή συναλλαγματικές ) ως μέσα πληρωμής .
Όταν ταξίδευαν , οι έμποροι έπαιρναν αυτές τις ομολογίες μαζί τους για να μειώσουν τον κίνδυνο κλοπής . Τα πιστοποιητικά ανέφεραν τον οφειλέτη και τον δανειστή , την ημερομηνία πληρωμής , καθώς και την ποσότητα χρυσού ή αργύρου . Σύντομα οι τραπεζίτες της εποχής άρχισαν να ανταλλάσουν αυτές τις ομολογίες . Από ΄κει ξεκίνησαν και τα μετέπειτα δεινά της ανθρωπότητας απ’ αυτήν την κλίκα της κοινωνίας που ονομάζονται τραπεζίτες .
Οι πρώτες συμβάσεις τέτοιου είδους χρονολογούνται από το 1156 μ.Χ. .
Οι ομολογίες αυτές , εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται από Ιταλούς εμπόρους και ο διμεταλλισμός παρέμεινε το κυρίαρχο σύστημα μέχρι τον Τριακονταετή Πόλεμο . Εξαιτίας της οικονομικής αναταραχής που προκλήθηκε από τον πόλεμο , άρχοντες όπως οι βασιλείς της Σουηδίας άρχισαν να προτιμούν το χάρτινο νόμισμα , το οποίο εισήχθη στην συνέχεια από την Τράπεζα της Αγγλίας ( 1964 ) και την Γενική Τράπεζα στην Γαλλία ( 1716 ) .
Η εμφάνιση του χάρτινου υποχρεωτικού νομίσματος στην Ευρώπη σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής στην εξέλιξη του χρήματος . Οι κυβερνήσεις διατηρούσαν την ευθύνη θέσπισης και ρύθμισης του συστήματος υποχρεωτικού νομίσματος σε κάθε χώρα .
Ωστόσο και άλλοι δημόσιο ή ιδιωτικοί φορείς , όπως οι κεντρικές τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα , άρχισαν να διαδραματίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στην επιτυχία του εθνικού νομίσματος .
Το χάρτινο νόμισμα είχε ( δεν ξέρουμε αν θα εξακολουθεί να έχει ) ισχύ νόμιμου χρήματος αποκλειστικά βάσει πράξης της αρμόδιας αρχής . Εκδιδόταν σε καθορισμένες μονάδες του εθνικού νομίσματος και είχε ρητώς καθορισμένη ονομαστική αξία .
Για μεγάλο χρονικό διάστημα , τα κράτη-έθνη διατηρούσαν αποθέματα χρυσού στις κεντρικές τράπεζες ώστε να διασφαλίζουν την αξιοπιστία του νομίσματός τους ( κανόνας του χρυσού ) .
Τα νομίσματα υπό μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων ήταν μετατρέψιμα σε χρυσό με καθορισμένη ισοτιμία . Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η πρώτη χώρα που θέσπισε στην ουσία κανόνα χρυσού το 1813 . Μάλιστα , η συναλλαγματική ισοτιμία λίρας-χρυσού καθορίστηκε από τον Ισαάκ Νεύτωνα το 1717 στις 3,811 λίρες Αγγλίας ανά ουγγιά .
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου , πολλές χώρες άρχισαν να τυπώνουν ολοένα και περισσότερα χαρτονομίσματα , προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες του πολέμου .
Στην Γερμανία , για παράδειγμα , ο αριθμός των χαρτονομισμάτων που εκδόθηκαν από την Reichsbank εκτινάχθηκε από τα 2.593.000.000 το 1913 σε συνολικά 92.844.720.700.000 στις 18 Νοεμβρίου του 1923 . Αυτό οδήγησε τελικά σε υπερπληθωρισμό . Οι περισσότερες χώρες ανέστειλαν την δυνατότητα μετατροπής των νομισμάτων τους σε χρυσό , καθώς η αυξημένη ποσότητα του χρήματος σε κυκλοφορία δεν ισοσταθμιζόταν πλεόν από τα εθνικά αποθέματα χρυσού .
Ο βρετανικός κανόνας του χρυσού κατέρρευσε τελικά το 1931 , αλλά το σύστημα επανήλθε στο προσκήνιο το 1944 στην διεθνή διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς , στο Νιου Χάμσαϊρ . Σε αυτή την διάσκεψη καθιερώθηκε ένας αναθεωρημένος κανόνας χρυσού ( εδώ είμαστε ) : τα εθνικά νομίσματα των κυριότερων δυνάμεων προσδέθηκαν έναντι σταθερής ισοτιμίας στο δολάριο , το οποίο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό με καθορισμένη ισοτιμία 35 δολάρια ανά ουγγιά .
Το νομισματικό σύστημα του Μπρέτον Γουντς ενίοτε καλείται κανόνας χρυσού-συναλλάγματος .
Κατέρρευσε το 1971 ( κάθε φορά που η Αμερική είχε πρόβλημα ρευστότητας τύπωνε χαρτονομίσματα ) και έκτοτε τα νομίσματα των κυριότερων οικονομιών έχουν παραμείνει αμιγώς υποχρεωτικά νομίσματα .
Επιπλέον , οι περισσότερες χώρες έχουν επιτρέψει την διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων τους .
Έτσι σήμερα , άυλο χρήμα ( ηλεκτρονικό χρήμα ) ή τυπωμένο χρήμα αποτελούν το ένα και το αυτό . Μια τεράστια φούσκα που δημιουργήθηκε από τα χρέη των κρατών και των μεγαλοεπενδυτών μέσω της άκρατης ασυδοσίας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος .